- λειμωνάριο(ν)
- το (AM λειμωνάριον) [λειμών]1. μικρό λιβάδι2. βιβλίο μοναστικό που περιέχει βίους ασκητών, ανέκδοτα και ρήσεις διαφόρων μοναχών (α. «Μέγα Λειμωνάριον» β. «Νέον Λειμωνάριον»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek